μεσεντέριος

μεσεντέριος
-α. -ο
1. χαρακτηρισμός ανατομικού σχηματισμού που σχετίζεται με το μεσεντέριο («μεσεντέριες αρτηρίες»)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσεντέριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσεντέριο — το (Α μεσεντέριον) πτυχές τού περιτοναίου οι οποίες συνάπτουν διάφορα μέρη τού εντερικού σωλήνα στα τοιχώματα τής κοιλιάς νεοελλ. βιολ. α) διπλή εκπτύχωση τής σπλαγχνοπλευράς στα κοιλωματικά μετάζωα, με την οποία συγκρατείται ο πεπτικός σωλήνας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”